ψαλίδα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη fr |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη chr |
||
Γραμμή 60: | Γραμμή 60: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[chr:ψαλίδα]] |
|||
[[fr:ψαλίδα]] |
[[fr:ψαλίδα]] |
Αναθεώρηση της 09:36, 7 Φεβρουαρίου 2014
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ψαλίδα < αρχαία ελληνική ψαλίς
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
ψαλίδα θηλυκό
- μεγάλο ψαλίδι
- Πρότυπο:βοτ ο έλικας του αμπελιού κι άλλων αναρριχητικών φυτών
- Πρότυπο:εντομολ η σαρανταποδαρούσα
- Πρότυπο:εντομολ μικρό έντομο που στο πίσω μέρος της κοιλιάς του έχει δύο σκληρές κι αιχμηρές λαβίδες
- ασθένεια των τριχών της κεφαλής κατά την οποία οι άκρες τους σχίζονται στα δύο και δεν αναπτύσσονται άλλο
- (μεταφορικά) η διαφορά ανάμεσα σε δύο μετρήσιμα μεγέθη