σθεναρός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'καλός'}}
{{προσχέδιο}}

==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|}} < [[σθένος]]

==={{επίθετο|el}}===
==={{επίθετο|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''
'''{{PAGENAME}}, -ή, -ό'''
*που έχει [[σθένος]], [[δύναμη]] και [[γενναιότητα]], ιδίως στον [[ψυχικός|ψυχικό]] και [[ηθικός|ηθικό]] τομέα
# {{λείπει ο ορισμός}}


===={{αντώνυμα}}====
*[[αδύναμος]]
*[[ασθενής]]


===={{μεταφράσεις}}====
===={{συγγενικά}}====
*[[σθεναρά]]
*[[σθεναρότητα]]
*[[σθεναρώς]]
*{{βλ|σθένος}}


===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
<!-- * {{en}} : {{τ|en|ΧΧΧ}} -->
* {{en}} : {{τ|en|forceful}}, {{τ|en|mettlesome}}
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 08:56, 27 Φεβρουαρίου 2014

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σθεναρός η σθεναρή το σθεναρό
      γενική του σθεναρού της σθεναρής του σθεναρού
    αιτιατική τον σθεναρό τη σθεναρή το σθεναρό
     κλητική σθεναρέ σθεναρή σθεναρό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σθεναροί οι σθεναρές τα σθεναρά
      γενική των σθεναρών των σθεναρών των σθεναρών
    αιτιατική τους σθεναρούς τις σθεναρές τα σθεναρά
     κλητική σθεναροί σθεναρές σθεναρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σθεναρός < αρχαία ελληνική σθεναρός < σθένος

Επίθετο

σθεναρός, -ή, -ό

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις