αβάγιστος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ απλοποίηση προτ. κλίσης
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 6: Γραμμή 6:
==={{επίθετο|el}}===
==={{επίθετο|el}}===
'''{{PAGENAME}}, -η, -ο'''
'''{{PAGENAME}}, -η, -ο'''
# [[άκαμπτος]], [[αλύγιστος]]
# [[άκαμπτος]], [[αλύγιστος]], «''αυτό το κλαδί είναι'' '''''αβάγιστο'''''»
# (''για πρόσωπα'') [[αμετάπειστος]]
# (''για πρόσωπα'') [[αμετάπειστος]]



Αναθεώρηση της 18:40, 6 Μαρτίου 2014

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβάγιστος η αβάγιστη το αβάγιστο
      γενική του αβάγιστου της αβάγιστης του αβάγιστου
    αιτιατική τον αβάγιστο την αβάγιστη το αβάγιστο
     κλητική αβάγιστε αβάγιστη αβάγιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβάγιστοι οι αβάγιστες τα αβάγιστα
      γενική των αβάγιστων των αβάγιστων των αβάγιστων
    αιτιατική τους αβάγιστους τις αβάγιστες τα αβάγιστα
     κλητική αβάγιστοι αβάγιστες αβάγιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αβάγιστος < από το α- στερητικό και το βαγίζω

Επίθετο

αβάγιστος, -η, -ο

  1. άκαμπτος, αλύγιστος, «αυτό το κλαδί είναι αβάγιστο»
  2. (για πρόσωπα) αμετάπειστος


Μεταφράσεις