τέκνο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 79: Γραμμή 79:
{{μτφ-αρχή|μουσική}}
{{μτφ-αρχή|μουσική}}
* {{en}} : {{τ|en|techno}}
* {{en}} : {{τ|en|techno}}
* {{de}} : {{τ|de|Techno}}
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}
{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 00:09, 9 Μαρτίου 2014

Δείτε επίσης: τεκνό

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'πεύκο'

Ετυμολογία

  1. τέκνο < αρχαία ελληνική τέκνον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tek-
  2. τέκνο < αγγλική techno < technology < αρχαία ελληνική τεχνολογία (αντιδάνειο) < τέχνη + -λογία

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

τέκνο ουδέτερο

(λόγιο)
  1. παιδί
  2. (μεταφορικά) δημιούργημα
  3. δήλωση ότι κάποιος κατάγεται από κάποιον τόπο
    Η Σίφνος τιμά το τέκνο της, Νικόλαο Τσελεμεντέ. (*)

Συνώνυμα

Εκφράσεις

  • αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα: τα σφάλματα των προγόνων ή των προηγουμένων βασανίζουν τους επιγόνους ή τους επόμενους
  • κι εσύ, τέκνον Βρούτε; για προδοτική συμπεριφορά φίλου ή συνεργάτη

Ουσιαστικό

τέκνο ουδέτερο άκλιτο

  • Πρότυπο:μουσ είδος ηλεκτρονικής χορευτικής μουσικής
    Από το 1989 όπου έκαναν την εμφάνισή τους τα πρώτα αυτοσχέδια πάρτι με μουσική τέκνο, τρανς, χάουζ κύλησε πολύς ιδρώτας στα νεανικά σώματα, που χορεύουν σαν τρελά μέσα σε «φλασιές» των φώτων, ασταμάτητα μπιτ και γουργουριστούς ρυθμούς της μουσικής. (*)

Μεταφράσεις