βεντέτα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
|||
Γραμμή 21: | Γραμμή 21: | ||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|vendetta}} |
* {{en}} : {{τ|en|vendetta|εκδικητική συμπεριφορά}} |
||
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|ΧΧΧ}} --> |
||
Γραμμή 65: | Γραμμή 65: | ||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή|με μεγάλη φήμη}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|star}} |
* {{en}} : {{τ|en|star}} |
||
{{μτφ-μέση}} |
{{μτφ-μέση}} |
Αναθεώρηση της 12:51, 14 Μαρτίου 2014
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βεντέτα < Πρότυπο:ετυμ it vendetta
- βεντέτα < γαλλική vedette
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
βεντέτα θηλυκό
- η αίσθηση της υποχρέωσης (αν)εκδίκησης που διακατέχει κάποιον, εξαιτίας κάποιας αδικίας που έγινε στον ίδιο ή την οικογένεια του, καθώς και οι ενέργειες (π.χ. φόνοι) που γίνονται στα πλαίσια αυτά
Ουσιαστικό
βεντέτα θηλυκό
- πρόσωπο (κυρίως του θεάματος: ηθοποιός, τραγουδιστής) που έχει αποκτήσει μεγάλη φήμη και (ενδεχομένως) έχει εκκεντρική, υπεροπτική ή αλαζονική συμπεριφορά
Συγγενικά
Μεταφράσεις
βεντέτα