πληθυντικός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ r2.7.5) (Ρομπότ: Προσθήκη: sq:πληθυντικός |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη uz |
||
Γραμμή 82: | Γραμμή 82: | ||
[[sq:πληθυντικός]] |
[[sq:πληθυντικός]] |
||
[[tr:πληθυντικός]] |
[[tr:πληθυντικός]] |
||
[[uz:πληθυντικός]] |
Αναθεώρηση της 00:08, 20 Μαρτίου 2014
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πληθυντικός < ελληνιστική πληθυντικός < αρχαία ελληνική πληθύνω < πληθύς
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
πληθυντικός αρσενικό
- Πρότυπο:γραμμ οι μορφές ενός κλιτού μέρους του λόγου που αναφέρονται σε περισσάτερα από ένα. Επίσης υπάρχει και ο ενικός αριθμός, όπως υπήρχε και ο δυϊκός.
- που αυξάνεται συνεχώς