προσέχω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη chr |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη cs, en |
||
Γραμμή 69: | Γραμμή 69: | ||
[[chr:προσέχω]] |
[[chr:προσέχω]] |
||
[[cs:προσέχω]] |
|||
[[en:προσέχω]] |
|||
[[mg:προσέχω]] |
[[mg:προσέχω]] |
Αναθεώρηση της 00:09, 20 Μαρτίου 2014
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προσέχω < αρχαία ελληνική προσέχω
Ρήμα
προσέχω
Μεταφράσεις
προσέχω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
προσέχω
- έχω παραπάνω
- φέρνω κάτι κάπου
- (μεταφορικά) μπλέκομαι σε κάτι