εξάπτομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
μ →{{ετυμολογία}}: αντικατέστησε: παθητική φωνή του εξάπτω → {{παθ|εξάπτω}} με τη χρήση AWB |
||
Γραμμή 2: | Γραμμή 2: | ||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{παθ|εξάπτω}} |
||
==={{ρήμα|el}}=== |
==={{ρήμα|el}}=== |
Αναθεώρηση της 17:52, 27 Μαρτίου 2014
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εξάπτομαι < παθητική φωνή του ρήματος εξάπτω
Ρήμα
εξάπτομαι , στ.μέλλ.: θα εξαφθώ, αόρ.: εξάφθηκα, μτχ.π.π.: εξημμένος
- με εξάπτουν
- με αυτές τις διηγήσεις εξάφθηκε η φαντασία του
- θυμώνω, νευριάζω, "ανάβω"
- μην εξάπτεσαι, θα σου τα εξηγήσω όλα!
Συνώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
εξάπτομαι
|