τρώγλη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
απλοποίηση προτύπου κλίσης
Γραμμή 76: Γραμμή 76:


=={{-grc-}}==
=={{-grc-}}==
{{grc-κλίσ-παξμ-θ/η/-'γνώμη'|τρώγλ|τρῶγλ|τρωγλ}}
{{grc-κλίσ-'γνώμη'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
'''{{PAGENAME}}''' < [[τρώγω]]
'''{{PAGENAME}}''' < [[τρώγω]]

Αναθεώρηση της 15:02, 4 Απριλίου 2014

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τρώγλη οι τρώγλες
      γενική της τρώγλης των τρωγλών
    αιτιατική την τρώγλη τις τρώγλες
     κλητική τρώγλη τρώγλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τρώγλη < αρχαία ελληνική τρώγλη

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

τρώγλη θηλυκό

  1. (παρωχημένο) σπηλιά στην οποία κατοικούσαν άνθρωποι χωρίς άλλη κατοικία
  2. (μειωτικό) ανήλια, στενή και σε κακή κατάσταση (υπόγεια) κατοικία

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Πρότυπο:grc-κλίσ-'γνώμη'

Ετυμολογία

τρώγλη < τρώγω

Ουσιαστικό

τρώγλη

  1. διάβρωση ή τρύπα σε τοίχο, όπου κάνουν τη φωλιά τους ζώα, π.χ. ποντίκια (ποντικότρυπα)
  2. τρύπα, κοιλότητα
  3. τρύπα σε ένδυμα που έγινε από ζώα (π.χ. ποντίκια)
  4. σπηλιά