συσκευή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ grc: αλλαγή πίνακα κλίσεως |
|||
Γραμμή 61: | Γραμμή 61: | ||
=={{-grc-}}== |
=={{-grc-}}== |
||
{{grc |
{{grc-κλίσ-'τιμή'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < [[σύν]] + [[σκευή]] |
: '''{{PAGENAME}}''' < [[σύν]] + [[σκευή]] |
Αναθεώρηση της 16:24, 18 Απριλίου 2014
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συσκευή | οι | συσκευές |
γενική | της | συσκευής | των | συσκευών |
αιτιατική | τη | συσκευή | τις | συσκευές |
κλητική | συσκευή | συσκευές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- συσκευή < (ελληνιστική κοινή) συσκευή < σύν + σκευή ((σημασιολογικό δάνειο) (γαλλικά) appareil)
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
συσκευή θηλυκό
- κατασκευή που αποτελείται από διάφορα επιμέρους εξαρτήματα ή μηχανισμούς και εκτελεί μια συγκεκριμένη λειτουργία ή εργασία
Μεταφράσεις
συσκευή
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
συσκευή θηλυκό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)