φτιάχνομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
μ →‎{{ετυμολογία}}: αντικατέστησε: παθητική φωνή του φτιάχνω → {{παθ|φτιάχνω}} με τη χρήση AWB
Γραμμή 2: Γραμμή 2:


==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < παθητική φωνή του [[φτιάχνω]]
: '''{{PAGENAME}}''' < {{παθ|φτιάχνω}}


==={{ρήμα|el}}===
==={{ρήμα|el}}===

Αναθεώρηση της 11:58, 22 Απριλίου 2014

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φτιάχνομαι < παθητική φωνή του ρήματος φτιάχνω

Ρήμα

φτιάχνομαι , πρτ.: φτιαχνόμουν, στ.μέλλ.: θα φτιαχτώ, αόρ.: φτιάχτηκα, μτχ.π.π.: φτιαγμένος

  1. κατασκευάζομαι, γίνομαι με ορισμένα υλικά
  2. επιδιορθώνομαι
  3. καλλωπίζομαι
  4. έρχομαι σε κατάσταση ευφορίας είτε επειδή άκουσα κάτι ευχάριστα είτε με λήψη ναρκωτικών
  5. (μεταφορικά) (ειρωνικό) έρχομαι σε κατάσταση εκνευρισμού
    μη μου λέτε τέτοια γιατί φτιάχνομαι


Μεταφράσεις