αυλή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη fr |
|||
Γραμμή 74: | Γραμμή 74: | ||
[[chr:αυλή]] |
[[chr:αυλή]] |
||
[[en:αυλή]] |
[[en:αυλή]] |
||
[[fr:αυλή]] |
|||
[[mg:αυλή]] |
[[mg:αυλή]] |
Αναθεώρηση της 10:51, 24 Μαΐου 2014
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυλή | οι | αυλές |
γενική | της | αυλής | των | αυλών |
αιτιατική | την | αυλή | τις | αυλές |
κλητική | αυλή | αυλές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- αυλή < αρχαία ελληνική αὐλή
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
αυλή θηλυκό
- υπαίθριος περιφραγμένος χώρος που ανήκει σε ένα σπίτι-κτήριο
- το σύνολο των αυλικών, των αξιωματούχων και συμβούλων που πλαισιώνουν έναν ηγεμόνα