τρελαίνομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ →‎{{ετυμολογία}}: αντικατέστησε: παθητική φωνή του τρελαίνω → {{παθ|τρελαίνω}} με τη χρήση AWB
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη mg
Γραμμή 96: Γραμμή 96:
[[cs:τρελαίνομαι]]
[[cs:τρελαίνομαι]]
[[fr:τρελαίνομαι]]
[[fr:τρελαίνομαι]]
[[mg:τρελαίνομαι]]

Αναθεώρηση της 10:53, 24 Μαΐου 2014

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τρελαίνομαι < παθητική φωνή του ρήματος τρελαίνω

Ρήμα

τρελαίνομαι

  1. γίνομαι τρελός, χάνω προσωρινά ή μόνιμα την ικανότητα να σκέφτομαι λογικά, παθαίνω ψυχολογική διαταραχή
  2. έχω πολύ ή υπερβολικό ενθουσιασμό για κάτι, μου αρέσει πολύ
  3. ...

Κλίση

Μεταφράσεις