ράβδος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη chr |
Flyax (συζήτηση | συνεισφορές) |
||
Γραμμή 64: | Γραμμή 64: | ||
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} --> |
||
{{μτφ-τέλος}} |
|||
{{μτφ-αρχή|ποσότητα μετάλλου σε τυποποιημένο μέγεθος και σχήμα}} |
|||
* {{en}} : {{τ|en|ingot}} |
|||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
Αναθεώρηση της 19:31, 27 Μαΐου 2014
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ράβδος < αρχαία ελληνική ῥάβδος
Ουσιαστικό
ράβδος θηλυκό
- (καθαρεύουσα) ραβδί, επίμηκες κυλινδρικό κομμάτι ξύλου (ή άλλου υλικού)· στην καθομιλουμένη υπονοείται κυρίως το ραβδί ως μέσο σωματικής τιμωρίας
- όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος
- επίμηκες εξάρτημα στολής, συχνά διακοσμημένο, ως διακριτικό βαθμού ή εκκλησιαστικού αξιώματος
- ποιμαντορική ράβδος (πατερίτσα)
- επίμηκες, μεταλλικό συνήθως, εξάρτημα μηχανών
- ποσότητα μετάλλου σε τυποποιημένο μέγεθος και σχήμα
- ληστές έκλεψαν 20 ράβδους χρυσού