αυτουργός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ απλοποίηση του προτύπου el-κλίσ-'ουρανός'
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 13: Γραμμή 13:




===={{συνώνυμα}}====

* [[δράστης]]
===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====
* [[αυτουργία]]
* [[αυτουργία]]

Αναθεώρηση της 09:07, 11 Ιουνίου 2014

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'ουρανός'

Ετυμολογία

αυτουργός < αρχαία ελληνική αὐτουργός < αὐτός + ἔργον

Ουσιαστικό

αυτουργός αρσενικό ή θηλυκό

  1. ο άνδρας ή η γυναίκα που διαπράττει ένα ποινικό αδίκημα ως δράστης ή μετέχει έμμεσα σε αυτό σε σημαντικό βαθμό
    φυσικός αυτουργός είναι εκείνος που διαπράττει ο ίδιος το αδίκημα, αυτοπροσώπως, με τα χέρια του, με δικά του μέσα, ο δράστης
    ηθικός αυτουργός είναι εκείνος που σχεδιάζει ένα αδίκημα και παρακινεί κάποιον να το τελέσει και που μπορει ο ίδιος να μην παρευρίσκεται στην τέλεση του αδικήματος με τη φυσική του παρουσία
    έμμεσος αυτουργός είναι εκείνος που προκαλεί ένα αδίκημα, μέσω άλλου, και που χωρις την συμμετοχή του αυτό το αδίκημα δεν θα είχε διαπραχθεί. Παραπλανεί και πείθει άλλο άτομο να παρανομήσει, χωρίς όμως ο δράστης να μπορεί να φέρει ποινική ευθύνη - π.χ. βάζει τον Τάκη να επιτεθεί στον Κώστα και παράλληλα παρακινεί τον Κώστα να αμυνθεί, ο Κώστας αμυνόμενος τραυματίζει τον Τάκη, αλλά αφού αμυνόταν, υπαίτιος είναι ο υποκινητής, ως έμμεσος αυτουργός


Συνώνυμα

Συγγενικά


Μεταφράσεις