αρέσκεια: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 3: | Γραμμή 3: | ||
{{el-κλίσ-'θάλασσα'|παρατήρηση=Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος}} |
{{el-κλίσ-'θάλασσα'|παρατήρηση=Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ελνστ|ἀρέσκεια}} < [[ἀρεσκεύομαι]] < [[ἀρέσκω]] |
||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
Αναθεώρηση της 14:48, 21 Ιουνίου 2014
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αρέσκεια < (ελληνιστική κοινή) ἀρέσκεια < ἀρεσκεύομαι < ἀρέσκω
Ουσιαστικό
αρέσκεια θηλυκό
- το να είναι κάτι ευχάριστο
Συγγενικά
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
αρέσκεια
|