στείχω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
στείχω < αρχ. "βαδίζω" |
Flyax (συζήτηση | συνεισφορές) Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-grc-}}== |
|||
στείχω < αρχ. "βαδίζω" |
|||
==={{ετυμολογία}}=== |
|||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία|grc}} |
|||
==={{ουσιαστικό|grc}}=== |
|||
===ΕΝΙΚΟΣ=== |
|||
'''{{PAGENAME}}''' |
|||
στείχω |
|||
* [[βαδίζω]] |
|||
στείχεις |
|||
στείχει |
|||
=== |
===={{κλίση}}==== |
||
{{grc-κλίσ-Ενσ-ΕΦ-'λύω'|στείχ|στεῖχ|στειχ}} |
|||
στείχομεν |
|||
{{grc-κλίσ-Αορ β'-ΕΦ-'ἔβαλον'|ἔστιχ|ἐστίχ|στίχ|στιχ|στίχ}} |
|||
στείχετε |
|||
στείχουσι / στείχουσιν |
|||
{{κλείδα-ελλ}} |
Αναθεώρηση της 06:14, 9 Ιουλίου 2014
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- στείχω < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
στείχω
Κλίση
ενεργητικός ενεστώτας | ||||
οριστική | υποτακτική | ευκτική | προστακτική | |
ἐγὼ | στείχω | στείχω | στείχοιμι | — |
σὺ | στείχεις | στείχῃς | στείχοις | στεῖχε |
οὖτος | στείχει | στείχῃ | στείχοι | στειχέτω |
ἡμεῖς | στείχομεν | στείχωμεν | στείχοιμεν | — |
ὑμεῖς | στείχετε | στείχητε | στείχοιτε | στείχετε |
οὗτοι | στείχουσῐ(ν) | στείχωσῐ(ν) | στείχοιεν | στειχόντων στειχέτωσαν |
2o δυϊκός | στείχετον | στείχητον | στείχοιτον | στείχετον |
3o δυϊκός | στείχετον | στείχητον | στειχοίτην | στειχέτων |
ονοματικοί τύποι |
απαρέμφατο | μετοχή: αρσενικό - θηλυκό - ουδέτερο | ||
στείχειν | στείχων | στείχουσα | στεῖχον |
προσωπικές εγκλίσεις |
οριστική | υποτακτική | ευκτική | προστακτική |
---|---|---|---|---|
ἐγώ | ||||
σύ | ||||
οὖτος | ||||
ἡμεῖς | ||||
ὑμεῖς | ||||
οὗτοι | ||||
ονοματικοί τύποι |
απαρέμφατο | μετοχή | ||