εξυπνότερος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Olmav (συζήτηση | συνεισφορές) Νέα σελίδα: =={{-el-}}== {{el-κλίσ-'όμορφος'}} ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < {{συγκριτικός βαθμός του|έξυπνος}} ==={{επί... |
Olmav (συζήτηση | συνεισφορές) |
||
Γραμμή 7: | Γραμμή 7: | ||
'''{{PAGENAME}}, -η, -ο''' |
'''{{PAGENAME}}, -η, -ο''' |
||
# που είναι πιο [[έξυπνος]], πιο [[ευφυής]] από κάποιον άλλο (για ζωντανά πλάσματα) |
# που είναι πιο [[έξυπνος]], πιο [[ευφυής]] από κάποιον άλλο (για ζωντανά πλάσματα) |
||
#:'' |
#:''Τα λυκόσκυλα είναι '''εξυπνότερα''' από πολλές άλλες ράτσες, ίσως όμως όχι και από τα [[ημίαιμος|ημίαιμα]]'' |
||
# που είναι ο πιο αποδοτικός, ο προσφορότερος, ο ενδεδειγμένος (για αφηρημένες έννοιες) |
# που είναι ο πιο αποδοτικός, ο προσφορότερος, ο ενδεδειγμένος (για αφηρημένες έννοιες) |
||
#:''Νομίζω ότι η '''εξυπνότερη''' λύση για θέρμανση σχετικά χαμηλού κόστους'' |
#:''Νομίζω ότι η '''εξυπνότερη''' λύση για θέρμανση σχετικά χαμηλού κόστους'' |
Αναθεώρηση της 09:34, 11 Αυγούστου 2014
Νέα ελληνικά (el)
χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός | ||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εξυπνότερος | η | εξυπνότερη | το | εξυπνότερο |
γενική | του | εξυπνότερου | της | εξυπνότερης | του | εξυπνότερου |
αιτιατική | τον | εξυπνότερο | την | εξυπνότερη | το | εξυπνότερο |
κλητική | εξυπνότερε | εξυπνότερη | εξυπνότερο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εξυπνότεροι | οι | εξυπνότερες | τα | εξυπνότερα |
γενική | των | εξυπνότερων | των | εξυπνότερων | των | εξυπνότερων |
αιτιατική | τους | εξυπνότερους | τις | εξυπνότερες | τα | εξυπνότερα |
κλητική | εξυπνότεροι | εξυπνότερες | εξυπνότερα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
- εξυπνότερος < Πρότυπο:συγκριτικός βαθμός του
Επίθετο
εξυπνότερος, -η, -ο
- που είναι πιο έξυπνος, πιο ευφυής από κάποιον άλλο (για ζωντανά πλάσματα)
- Τα λυκόσκυλα είναι εξυπνότερα από πολλές άλλες ράτσες, ίσως όμως όχι και από τα ημίαιμα
- που είναι ο πιο αποδοτικός, ο προσφορότερος, ο ενδεδειγμένος (για αφηρημένες έννοιες)
- Νομίζω ότι η εξυπνότερη λύση για θέρμανση σχετικά χαμηλού κόστους
Μεταφράσεις
εξυπνότερος