πλήρης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'πλήρης'|πλήρ}}
{{el-κλίσ-'πλήρης'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|}} < {{ιε}} *pleh₁-r-


==={{επίθετο|el}}===
==={{επίθετο|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''
'''{{PAGENAME}}, -ης, -ες'''
# που έχει γεμίσει και δε χωράει άλλο
# που έχει γεμίσει και δε χωράει άλλο
#:{{συνων}} [[γεμάτος]], [[φίσκα]]
#:{{συνων}} [[γεμάτος]], [[φίσκα]]
Γραμμή 11: Γραμμή 11:
# με μεγάλη ποσότητα από κάτι, [[γεμάτος]]
# με μεγάλη ποσότητα από κάτι, [[γεμάτος]]
#* '''πλήρης ημερών''': για κάποιον που έζησε μέχρι τα βαθιά του γεράματα
#* '''πλήρης ημερών''': για κάποιον που έζησε μέχρι τα βαθιά του γεράματα
#* {{μτφρ}} : '''''''πλήρης''' χαράς''
#* {{μτφρ}} : '''''πλήρης''' χαράς''
# [[ολοκληρωμένος]], χωρίς ελλείψεις
# [[ολοκληρωμένος]], χωρίς ελλείψεις
#: {{συνων}} [[κομπλέ]]
#: {{συνων}} [[κομπλέ]]

Αναθεώρηση της 07:28, 3 Σεπτεμβρίου 2014

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλήρης η πλήρης το πλήρες
      γενική του πλήρους* της πλήρους του πλήρους
    αιτιατική τον πλήρη την πλήρη το πλήρες
     κλητική πλήρη(ς) πλήρης πλήρες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλήρεις οι πλήρεις τα πλήρη
      γενική των πλήρων των πλήρων των πλήρων
    αιτιατική τους πλήρεις τις πλήρεις τα πλήρη
     κλητική πλήρεις πλήρεις πλήρη
* Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «πλήρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πλήρης < αρχαία ελληνική πλήρης < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pleh₁-r-

Επίθετο

πλήρης, -ης, -ες

  1. που έχει γεμίσει και δε χωράει άλλο
     συνώνυμα: γεμάτος, φίσκα
     αντώνυμα: άδειος, κενός
  2. με μεγάλη ποσότητα από κάτι, γεμάτος
    • πλήρης ημερών: για κάποιον που έζησε μέχρι τα βαθιά του γεράματα
    • (μεταφορικά) : πλήρης χαράς
  3. ολοκληρωμένος, χωρίς ελλείψεις
     συνώνυμα: κομπλέ
  4. στον υπέρτατο βαθμό
     συνώνυμα: ολοκληρωτικός, απόλυτος

Συγγενικά

Μεταφράσεις