ψωμίζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 2: Γραμμή 2:
{{προσχέδιο}}
{{προσχέδιο}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|}} και [[ψωμιῶ]] ([[τρέφω]], ταίζω, βάζω [[μπουκιά|μουκιές]] στο στόμα ) < [[ψωμός]] [[μπουκιά]] [[ψωμί|ψωμιού]]
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}}


==={{ρήμα|el}}===
==={{ρήμα|el}}===

Αναθεώρηση της 10:59, 12 Σεπτεμβρίου 2014

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ψωμίζω < αρχαία ελληνική ψωμίζω και ψωμιῶ (τρέφω, ταίζω, βάζω μουκιές στο στόμα ) < ψωμός μπουκιά ψωμιού

Ρήμα

ψωμίζω

  1. ταΐζω κάποιον με ψωμί

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις