ἀβεβαιότης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη ru |
||
Γραμμή 9: | Γραμμή 9: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[ru:ἀβεβαιότης]] |
Αναθεώρηση της 10:17, 5 Οκτωβρίου 2014
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἀβεβαιότης < αρχαία ελληνική ἀ- στερητικό + βεβαιότης
Ουσιαστικό
- ἀβεβαιότης θηλυκό (γενική, της ἀβεβαιότητος)
- αστάθεια, ακαταστασία
- στη νεοελληνική: έλλειψη βεβαιότητας, αμφιβολία, ασάφεια, αοριστία
- * η αβεβαιότητα στην πολυτονική γραφή και ως τύπος της καθαρεύουσας