αναπληρώνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 2: Γραμμή 2:


==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αναπληρόω-ώ(=αναπληρώνω)}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|αναπληρόω}} -(''γεμίζω ξανά'')


==={{ρήμα|el}}===
==={{ρήμα|el}}===

Αναθεώρηση της 23:14, 5 Νοεμβρίου 2014

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αναπληρώνω < αρχαία ελληνική αναπληρόω -ῶ(γεμίζω ξανά)

Ρήμα

αναπληρώνω

  1. αντικαθιστώ κάποιον και εκτελώ τις λειτουργίες που, για κάποιον προσωρινό ή μόνιμο λόγο, δεν είναι σε κατάσταση να εκπληρώσει μόνος του

Κλίση

Μεταφράσεις