χρώμα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ μορφοποίηση μέσω αντικατάστασης προτύπων
NKuusik (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 78: Γραμμή 78:
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} -->
* {{he}} : {{τ|de|צבע|noentry=1|tr=tzeva}}
* {{he}} : {{τ|de|צבע|noentry=1|tr=tzeva}}
<!-- * {{et}} : {{τ|et|ΧΧΧ}} -->
* {{et}} : {{τ|et|värv}}
<!-- * {{eo}} : {{τ|eo|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{eo}} : {{τ|eo|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{zu}} : {{τ|zu|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{zu}} : {{τ|zu|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 12:32, 12 Ιανουαρίου 2015

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'όνομα'

Ετυμολογία

χρώμα < αρχαία ελληνική χρῶμα < χρώς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʰreu

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

χρώμα ουδέτερο

  1. ένα φυσικό χαρακτηριστικό που αντιστοιχεί σε συγκεκριμένο μήκος κύματος του ορατού φάσματος της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας (φωτός)
  2. μια συγκεκριμένη σύνθεση ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων μέσα στο ορατό φάσμα, που γίνεται αντιληπτή ως ομάδα
  3. ένα φυσικό χαρακτηριστικό των υλικών σωμάτων που εξαρτάται από το ποια μήκη κύματος ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας αντανακλώνται στην επιφάνειά τους
  4. απόχρωση, σε αντίθεση με τα αχρωματικά χρώματα (μαύρο, άσπρο και τα γκρίζα)
  5. ο τόνος του ανθρωπίνου δέρματος, ειδικά σαν φυλετική ή εθνική ένδειξη
  6. η βαφή, η μπογιά, η χρωστική ουσία
  7. (μεταφορικά) ενδιαφέρον, ειδικά σε μια ειδική περιοχή

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις