κορίτσι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 70: Γραμμή 70:
[[sm:κορίτσι]]
[[sm:κορίτσι]]
[[uk:κορίτσι]]
[[uk:κορίτσι]]
[[tr:κορίτσι]]

Αναθεώρηση της 19:10, 22 Φεβρουαρίου 2015

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κορίτσι τα κορίτσια
      γενική του κοριτσιού των κοριτσιών
    αιτιατική το κορίτσι τα κορίτσια
     κλητική κορίτσι κορίτσια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κορίτσι < μεσαιωνική ελληνική κορίτσι(ν) < αρχαία ελληνική κόρη

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

κορίτσι ουδέτερο

  1. το παιδί θηλυκού γένους
  2. η κόρη, η θυγατέρα
  3. η νεαρή κοπέλα με την οποία έχει κάποιος δεσμό
  4. η παρθένα

Μεταφράσεις