πλήρης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη ru
Γραμμή 87: Γραμμή 87:
[[mg:πλήρης]]
[[mg:πλήρης]]
[[pl:πλήρης]]
[[pl:πλήρης]]
[[ru:πλήρης]]

Αναθεώρηση της 20:16, 8 Απριλίου 2015

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλήρης η πλήρης το πλήρες
      γενική του πλήρους* της πλήρους του πλήρους
    αιτιατική τον πλήρη την πλήρη το πλήρες
     κλητική πλήρη(ς) πλήρης πλήρες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλήρεις οι πλήρεις τα πλήρη
      γενική των πλήρων των πλήρων των πλήρων
    αιτιατική τους πλήρεις τις πλήρεις τα πλήρη
     κλητική πλήρεις πλήρεις πλήρη
* Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «πλήρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πλήρης < αρχαία ελληνική πλήρης < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pleh₁-r-

Επίθετο

πλήρης, -ης, -ες

  1. που έχει γεμίσει και δε χωράει άλλο
     συνώνυμα: γεμάτος, φίσκα
     αντώνυμα: άδειος, κενός
  2. με μεγάλη ποσότητα από κάτι, γεμάτος
    • πλήρης ημερών: για κάποιον που έζησε μέχρι τα βαθιά του γεράματα
    • (μεταφορικά) : πλήρης χαράς
  3. ολοκληρωμένος, χωρίς ελλείψεις
     συνώνυμα: κομπλέ
  4. στον υπέρτατο βαθμό
     συνώνυμα: ολοκληρωτικός, απόλυτος

Συγγενικά

Μεταφράσεις