συνοδεύομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ →{{ετυμολογία}}: αντικατέστησε: παθητική φωνή του συνοδεύω → {{παθ|συνοδεύω}} με τη χρήση AWB |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη en |
||
Γραμμή 59: | Γραμμή 59: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[en:συνοδεύομαι]] |
Αναθεώρηση της 20:19, 8 Απριλίου 2015
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συνοδεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος συνοδεύω
Ρήμα
συνοδεύομαι
- με συνοδεύουν
- Ο λόγος του πρωθυπουργού αυτή τη φορά δεν συνοδεύτηκε από χειροκροτήματα
Κλίση
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συνοδεύομαι | συνοδευόμουν(α) | θα συνοδεύομαι | να συνοδεύομαι | συνοδευόμενος | |
β' ενικ. | συνοδεύεσαι | συνοδευόσουν(α) | θα συνοδεύεσαι | να συνοδεύεσαι | (συνοδεύου) | |
γ' ενικ. | συνοδεύεται | συνοδευόταν(ε) | θα συνοδεύεται | να συνοδεύεται | ||
α' πληθ. | συνοδευόμαστε | συνοδευόμαστε συνοδευόμασταν |
θα συνοδευόμαστε | να συνοδευόμαστε | ||
β' πληθ. | συνοδεύεστε | συνοδευόσαστε συνοδευόσασταν |
θα συνοδεύεστε | να συνοδεύεστε | (συνοδεύεστε) | |
γ' πληθ. | συνοδεύονται | συνοδεύονταν συνοδευόντουσαν |
θα συνοδεύονται | να συνοδεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συνοδεύτηκα | θα συνοδευτώ | να συνοδευτώ | συνοδευτεί | ||
β' ενικ. | συνοδεύτηκες | θα συνοδευτείς | να συνοδευτείς | συνοδέψου | ||
γ' ενικ. | συνοδεύτηκε | θα συνοδευτεί | να συνοδευτεί | |||
α' πληθ. | συνοδευτήκαμε | θα συνοδευτούμε | να συνοδευτούμε | |||
β' πληθ. | συνοδευτήκατε | θα συνοδευτείτε | να συνοδευτείτε | συνοδευτείτε | ||
γ' πληθ. | συνοδεύτηκαν συνοδευτήκαν(ε) |
θα συνοδευτούν(ε) | να συνοδευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω συνοδευτεί | είχα συνοδευτεί | θα έχω συνοδευτεί | να έχω συνοδευτεί | συνοδευμένοςς | |
β' ενικ. | έχεις συνοδευτεί | είχες συνοδευτεί | θα έχεις συνοδευτεί | να έχεις συνοδευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει συνοδευτεί | είχε συνοδευτεί | θα έχει συνοδευτεί | να έχει συνοδευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συνοδευτεί | είχαμε συνοδευτεί | θα έχουμε συνοδευτεί | να έχουμε συνοδευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε συνοδευτεί | είχατε συνοδευτεί | θα έχετε συνοδευτεί | να έχετε συνοδευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συνοδευτεί | είχαν συνοδευτεί | θα έχουν συνοδευτεί | να έχουν συνοδευτεί |
Μεταφράσεις
συνοδεύομαι
|