θάπτω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη cs
Γραμμή 17: Γραμμή 17:
[[en:θάπτω]]
[[en:θάπτω]]
[[it:θάπτω]]
[[it:θάπτω]]

=={{-grc-}}==

==={{ρήμα|grc}}===
'''{{PAGENAME}}'''
# αποδίδω τις τελευταίες τιμές
# εκτελώ καθήκοντα απέναντι στον νεκρό
# τιμώ με επικήδειες τελετές
# ενταφιάζω
# θάβω
# κηδεύω

Αναθεώρηση της 13:27, 15 Αυγούστου 2015

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

θάπτω < αρχαία ελληνική θάπτω

Ρήμα

θάπτω

  • λόγια μορφή του θάβω, τοποθετώ έναν νεκρό ή κάτι άλλο κάτω από το χώμα

Μεταφράσεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρήμα

θάπτω

  1. αποδίδω τις τελευταίες τιμές
  2. εκτελώ καθήκοντα απέναντι στον νεκρό
  3. τιμώ με επικήδειες τελετές
  4. ενταφιάζω
  5. θάβω
  6. κηδεύω