θάπτω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 28: Γραμμή 28:
# θάβω
# θάβω
# κηδεύω
# κηδεύω

===={{συγγενικά}}====
*[[ἄθαπτος]]
*[[ἀταφία]]
*[[θαπτέον]]
*[[θαπτήριον]]
*[[ταφή]]
*[[τάφος]]

===={{σύνθετα}}====
*[[ἀνθάπτομαι]]
*[[ἀντιθάπτω]]
*[[ἐκθάπτω]]
*[[ἐνθάπτω]]
*[[ἐπιθάπτω]]
*[[καταθάπτω]]
*[[παραθάπτω]]
*[[προθάπτω]]
*[[συνθάπτω]]

Αναθεώρηση της 13:30, 15 Αυγούστου 2015

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

θάπτω < αρχαία ελληνική θάπτω

Ρήμα

θάπτω

  • λόγια μορφή του θάβω, τοποθετώ έναν νεκρό ή κάτι άλλο κάτω από το χώμα

Μεταφράσεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρήμα

θάπτω

  1. αποδίδω τις τελευταίες τιμές
  2. εκτελώ καθήκοντα απέναντι στον νεκρό
  3. τιμώ με επικήδειες τελετές
  4. ενταφιάζω
  5. θάβω
  6. κηδεύω

Συγγενικά

Σύνθετα