ετερόκλιτος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou (συζήτηση | συνεισφορές) ομων |
|||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el-κλίσ-'όμορφος'}} |
{{el-κλίσ-'όμορφος'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ελνστ}} [[ἑτερόκλιτος]] ({{σμσδ}} {{de}} [[Heteroklit]]) |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ελνστ}} [[ἑτερόκλιτος]] ({{σμσδ}} {{ετυμ de}} [[Heteroklit]]) |
||
==={{προφορά}}=== |
==={{προφορά}}=== |
||
Γραμμή 13: | Γραμμή 12: | ||
==={{επίθετο|el}}=== |
==={{επίθετο|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}, -η, -ο''' |
'''{{PAGENAME}}, -η, -ο''' |
||
*{{γλωσσ}} {{γραμμ}} που κάποιοι τύποι του κλίνονται σύμφωνα με άλλη [[κλίση]] |
|||
# {{γλωσσ}} με ανωμαλίες κατά την κλίση (π.χ. ο πληθυντικός αριθμός ακολουθεί άλλη κλίση από τον ενικό) |
|||
*: ''Η λέξη [[πῦρ]] είναι '''ετερόκλιτη''': ο ενικός κλίνεται κατά την τρίτη κλίση και ο πληθυντικός κατά την δεύτερη'' |
|||
# ο αποτελούμενος από ανομοιογενή στοιχεία |
|||
#: {{συνώνυμα}}: [[ανομοιογενής]], [[ανομοιόμορφος]], [[ανόμοιος]], [[αταίριαστος]], [[ετερογενής]], [[διαφορετικός]], [[ποικίλος]] |
|||
#: {{αντώνυμα}}: [[ομοιογενής]], [[ομοιόμορφος]], [[ομοειδής]], [[όμοιος]] |
|||
===={{βλέπε}}==== |
===={{βλέπε}}==== |
||
* [[ετερογενής]] |
* [[ετερογενής]] |
||
===={{ομώνυμα}}==== |
|||
* [[ετερόκλητος]] |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
Γραμμή 35: | Γραμμή 27: | ||
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} --> |
||
* {{fr}} : {{τ|fr|hétéroclite}} |
* {{fr}} : {{τ|fr|hétéroclite}} |
||
* {{de}} : {{τ|de|Heteroklit}} |
|||
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{he}} : {{τ|he|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{he}} : {{τ|he|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 21:03, 3 Σεπτεμβρίου 2015
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ετερόκλιτος < (ελληνιστική κοινή) ἑτερόκλιτος ((σημασιολογικό δάνειο) Πρότυπο:ετυμ de Heteroklit)
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ομώνυμα / Ομόηχα
Επίθετο
ετερόκλιτος, -η, -ο
- Πρότυπο:γλωσσ Πρότυπο:γραμμ που κάποιοι τύποι του κλίνονται σύμφωνα με άλλη κλίση
- Η λέξη πῦρ είναι ετερόκλιτη: ο ενικός κλίνεται κατά την τρίτη κλίση και ο πληθυντικός κατά την δεύτερη
Δείτε επίσης
Μεταφράσεις
ετερόκλιτος