δέρνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 64: Γραμμή 64:
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|XXX}} -->
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|XXX}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|XXX}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|XXX}} -->
[[Κατηγορία:Ρήματα σε -έρνω]]
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}



Αναθεώρηση της 19:15, 8 Σεπτεμβρίου 2015

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δέρνω < αρχαία ελληνική δέρω

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ρήμα

δέρνω (μεσοπαθητικό δέρνομαι)

  1. χτυπάω κάποιον με το χέρι ή με άλλο όργανο
     συνώνυμα: βαρώ, καταχερίζω, ξυλοφορτώνω, ξυλοκοπώ
    κάποιοι αλήτες τον έδειραν για πλάκα
  2. εκτίθεμαι σε κάτι που πέφτει πάνω μου με ορμή
     συνώνυμα: ριπίζω
    η χιονοθύελλα τους έδερνε πολλή ώρα, μέχρι να φτάσουν στο καταφύγιο
  3. βάζω κάποιον σε ταλαιπωρίες, προκαλώ σε κάποιον δεινά
     συνώνυμα: βασανίζω, παιδεύω, ταλαιπωρώ, τυραννώ
    τους έχει δείρει η θλίψη κι η μοναξιά
  4. (για ιδιότητα) χαρακτηρίζω
    τι εγωισμός σας δέρνει!
  5. (μεταφορικά) επικρατώ σε μια αναμέτρηση (π.χ. άθλημα, διαγωνισμό) με μεγάλη διαφορά
    με τα επιχειρήματά του έδειρε τις αντίθετες απόψεις στη συνέλευση

Μεταφράσεις