φέρνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 79: Γραμμή 79:
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|XXX}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|XXX}} -->
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}
[[Κατηγορία:Ρήματα σε -έρνω]]

{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}



Αναθεώρηση της 19:21, 8 Σεπτεμβρίου 2015

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φέρνω < αρχαία ελληνική φέρω

Ρήμα

φέρνω, πρτ.: έφερνα, στ.μέλλ.: θα φέρω, αόρ.: έφερα, παθ.φωνή: φέρνομαι, μτχ.π.π.: φερμένος

  1. μεταφέρω κάτι, υλικό ή άυλο, για κάποιον
    σας έφερα την εφημερίδα σας
    τι νέα μας έφερες;
  2. γίνομαι αιτία κάποιου πράγματος, προκαλώ κάτι, οδηγώ σε κάτι
    οι εξελίξεις έφεραν μεγάλη αναστάτωση
    τα νέα μάς έφεραν σε αδιέξοδο
    έφερα εξάρες (η ζαριά στο τάβλι)
    οι όμορφες σερβιτότες φέρνουν πελάτες
  3. μοιάζω σε κάτι ή κάποιον
    φέρνει λιγάκι στον πατέρα του

Εκφράσεις

  • σου τη φέρνω: (1) σε ξεγελώ, σε εξαπατώ (2) υπερισχύω με επιχείρημα, σε ταπώνω
  • ένα χελιδόνι δεν φέρνει την άνοιξη (χρειάζονται πολλοί για τν επιτυχία)
  • όσα φέρνει η ώρα, δεν τα φέρνει ο χρόνος (κάτι μπορει να συμβεί από στιγμή σε στιγμή)

Σύνθετα

Δείτε επίσης

Κλίση

Μεταφράσεις