διερμηνέας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
NDessenne (συζήτηση | συνεισφορές)
μ r2.7.3) (Ρομπότ: Προσθήκη: da:διερμηνέας
Γραμμή 61: Γραμμή 61:


[[be:διερμηνέας]]
[[be:διερμηνέας]]
[[da:διερμηνέας]]
[[en:διερμηνέας]]
[[en:διερμηνέας]]
[[ru:διερμηνέας]]
[[ru:διερμηνέας]]

Αναθεώρηση της 23:21, 18 Οκτωβρίου 2015

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'ιππέας'

Ετυμολογία

διερμηνέας < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

διερμηνέας αρσενικό ή θηλυκό

  1. επαγγελματίας μεταφραστής για προφορική επικοινωνία

Μεταφράσεις