ψωμί: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ r2.7.3) (Ρομπότ: Προσθήκη: sv:ψωμί |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη tg |
||
Γραμμή 114: | Γραμμή 114: | ||
[[sq:ψωμί]] |
[[sq:ψωμί]] |
||
[[sv:ψωμί]] |
[[sv:ψωμί]] |
||
[[tg:ψωμί]] |
|||
[[th:ψωμί]] |
[[th:ψωμί]] |
||
[[tr:ψωμί]] |
[[tr:ψωμί]] |
Αναθεώρηση της 16:45, 4 Νοεμβρίου 2015
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψωμί | τα | ψωμιά |
γενική | του | ψωμιού | των | ψωμιών |
αιτιατική | το | ψωμί | τα | ψωμιά |
κλητική | ψωμί | ψωμιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- ψωμί < μεσαιωνική ελληνική ψωμίν < ψωμίον (κομματάκι) < αρχαία ελληνική ψωμός < ψώω (τρίβω)
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
ψωμί ουδέτερο
- είδος φαγητού που φτιάχνεται από αλεύρι, νερό και άλλα υλικά, και ψήνεται σε φούρνο, ο άρτος
- δεν ζει κανείς μόνο με ψωμί και νερό!
- το μεροκάματο
- δουλεύει για να βγάλει το ψωμί του.
Συγγενικά
Σύνθετα
Σημειώσεις
- (λαϊκότροπο): η λέξη ψωμί (και παράγωγά της) χρησιμοποιείται σε γενική έννοια, αντί άρτος, δεν υφίσταται καμία διάταξη ή νόμος που να προσδιορίζει τη λέξη "ψωμί", ούτε πινακίδα καταστήματος με τη λέξη ψωμάδικο, αλλά ούτε και επαγγελματίας του είδους που να δέχεται τον όρο ψωμάς.
Εκφράσεις
- Ψωμί δεν έχουμε, τυρί ζητάμε
Δείτε επίσης
- ψωμί στη Βικιπαίδεια
- ψωμί στα Βικιφθέγματα
Μεταφράσεις
ψωμί
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδί' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
- Τρόφιμα (ελληνικά)