μήτρα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Dgolitsis (συζήτηση | συνεισφορές)
{{δείτε|μίτρα))
Dgolitsis (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{δείτε|μίτρα))
{{δείτε|μίτρα}}
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==



Αναθεώρηση της 07:05, 7 Νοεμβρίου 2015

Δείτε επίσης: μίτρα

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'θάλασσα'

Ετυμολογία

μήτρα < αρχαίο ελληνικό μήτρα < μήτηρ

Ουσιαστικό

μήτρα θηλυκό

  1. μυώδες κοίλο όργανο του γεννητικού συστήματος των γυναικών που βρίσκεται στη λεκάνη ανάμεσα στην ουροδόχο κύστη και το ορθό έντερο· στα τοιχώματά της προσκολλάται το γονιμοποιημένο ωάριο και στη συνέχεια στο εσωτερικό της αναπτύσσεται το έμβρυο μέχρι τη γέννησή του.
  2. στην πλαστική, τη χαρακτική ή τη μεταλλουργία: το καλούπι
    Οι μήτρες των πρώτων χαρτονομισμάτων φυλάσσονται στο μουσείο.
  3. ο χώρος όπου διαμορφώνονται ιδέες, αξίες, πολιτισμοί κ.λπ. που στη συνέχεια διαδίδονται και αποκτούν καθολική ακτινοβολία
    η αρχαία Ελλάδα υπήρξε η μήτρα του πολιτισμού
     συνώνυμα: κοιτίδα, λίκνο

Σύνθετα

Μεταφράσεις