αλαμπουρνέζικα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 12: | Γραμμή 12: | ||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|gibberish}} |
* {{en}} : {{τ|en|gibberish}}, {{τ|en|gobbledygook}} |
||
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} --> |
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} --> |
||
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} --> |
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} --> |
Αναθεώρηση της 09:38, 9 Νοεμβρίου 2015
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αλαμπουρνέζικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο στον πληθυντικό του επιθέτου αλαμπουρνέζικος {=ακαταλαβίστικα) από τη φράση α λα μπουρνούζικα {=στη γλώσσα της φυλής Μπουρνού του Σουδάν.
Ουσιαστικό
αλαμπουρνέζικα ουδέτερο πληθυντικός
- γλώσσα ακατανόητη, λόγια χωρίς νόημα
Μεταφράσεις
αλαμπουρνέζικα