προμήθεια: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 2: Γραμμή 2:
{{el-κλίσ-'θάλασσα'}}
{{el-κλίσ-'θάλασσα'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}}
: '''{{PAGENAME}}''' < αγορα απαραιτητων ειδων


==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===

Αναθεώρηση της 18:04, 18 Νοεμβρίου 2015

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'θάλασσα'

Ετυμολογία

προμήθεια < αγορα απαραιτητων ειδων

Ουσιαστικό

προμήθεια θηλυκό

  1. η ενέργεια με την οποιά προμηθεύομαι κάτι
  2. (στον πληθυντικό) τα αγαθά που προμηθεύομαι

Μεταφράσεις