διστάζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 2: Γραμμή 2:
{{προσχέδιο}}
{{προσχέδιο}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[διστάζω]]

==={{ρήμα|el}}===
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''
'''{{PAGENAME}}'''

Αναθεώρηση της 19:11, 23 Νοεμβρίου 2015

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διστάζω < αρχαία ελληνική διστάζω

Ρήμα

διστάζω

  1. το να μην είμαι σίγουρος/-η

Μεταφράσεις