εμπιστοσύνη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη fr |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη en |
||
Γραμμή 61: | Γραμμή 61: | ||
[[chr:εμπιστοσύνη]] |
[[chr:εμπιστοσύνη]] |
||
[[en:εμπιστοσύνη]] |
|||
[[fr:εμπιστοσύνη]] |
[[fr:εμπιστοσύνη]] |
||
[[mg:εμπιστοσύνη]] |
[[mg:εμπιστοσύνη]] |
Αναθεώρηση της 20:07, 28 Νοεμβρίου 2015
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εμπιστοσύνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
εμπιστοσύνη θηλυκό
- 1. το να πιστεύει κανείς στις αρετές ή ικανότητες κάποιου:
έχω/δείχνω εμπιστοσύνη ~•κερδίζω/χάνω την ~ κάποιου• κλίμα/έλλειψη/κατάχρηση -ης•~ αμοιβαία /μεγάλη/τυφλή (αντ. δυσπιστία)•
- 2.(πολιτ.) ψήφος -ης(στη Βουλή)=το να εκφράζει (η Βουλή)με ψηφοφορία την εμπιστοσύνη της στην κυβέρνηση
(Εμμ. Κριαρά, Λεξικό της σύγχρονης ελληνικής δημοτικής γλώσσας, Εκδ. Εκδοτική Αθηνών, 1995)
Μεταφράσεις
εμπιστοσύνη
|