τρόπος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ρομπότ: Προσθήκη: ru:τρόπος |
μ Ρομπότ: Προσθήκη: lt:τρόπος |
||
Γραμμή 82: | Γραμμή 82: | ||
[[kn:τρόπος]] |
[[kn:τρόπος]] |
||
[[ko:τρόπος]] |
[[ko:τρόπος]] |
||
[[lt:τρόπος]] |
|||
[[mg:τρόπος]] |
[[mg:τρόπος]] |
||
[[pl:τρόπος]] |
[[pl:τρόπος]] |
Αναθεώρηση της 11:49, 9 Δεκεμβρίου 2015
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τρόπος < αρχαία ελληνική τρόπος
Ουσιαστικό
τρόπος αρσενικό
- το σύστημα, η μέθοδος, το πώς γίνεται κάτι
- (μεταφορικά) φέρσιμο, διαγωγή
- οι οχτώ βυζαντινές νότες (διαφέρουν διαστημολογικά απ' τις ευρωπαϊκές νότες)
Εκφράσεις
Μεταφράσεις
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- τρόπος < τρέπω
Ουσιαστικό
τρόπος αρσενικό