τρόπος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ρομπότ: Προσθήκη: ru:τρόπος
μ Ρομπότ: Προσθήκη: lt:τρόπος
Γραμμή 82: Γραμμή 82:
[[kn:τρόπος]]
[[kn:τρόπος]]
[[ko:τρόπος]]
[[ko:τρόπος]]
[[lt:τρόπος]]
[[mg:τρόπος]]
[[mg:τρόπος]]
[[pl:τρόπος]]
[[pl:τρόπος]]

Αναθεώρηση της 11:49, 9 Δεκεμβρίου 2015

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'δρόμος'

Ετυμολογία

τρόπος < αρχαία ελληνική τρόπος

Ουσιαστικό

τρόπος αρσενικό

  1. το σύστημα, η μέθοδος, το πώς γίνεται κάτι
  2. (μεταφορικά) φέρσιμο, διαγωγή
  3. οι οχτώ βυζαντινές νότες (διαφέρουν διαστημολογικά απ' τις ευρωπαϊκές νότες)

Εκφράσεις

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

τρόπος < τρέπω

Ουσιαστικό

τρόπος αρσενικό

  1. τρόπος