κίνδυνος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη lt |
|||
Γραμμή 65: | Γραμμή 65: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
⚫ | |||
⚫ | |||
⚫ | |||
⚫ | |||
⚫ | |||
⚫ | |||
⚫ | |||
⚫ | |||
⚫ | |||
⚫ | |||
⚫ | |||
⚫ | |||
⚫ | |||
=={{-grc-}}== |
=={{-grc-}}== |
||
Γραμμή 97: | Γραμμή 83: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
⚫ | |||
⚫ | |||
⚫ | |||
⚫ | |||
⚫ | |||
⚫ | |||
⚫ | |||
⚫ | |||
⚫ | |||
[[lt:κίνδυνος]] |
|||
⚫ | |||
⚫ | |||
⚫ | |||
⚫ |
Αναθεώρηση της 20:16, 13 Δεκεμβρίου 2015
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κίνδυνος < αρχαία ελληνική κίνδυνος
Ουσιαστικό
κίνδυνος αρσενικό
- οποιαδήποτε δυνατότητα έλευσης απώλειας ή ζημίας (ζωής ή αγαθών)
- Πρότυπο:πολιτ, Πρότυπο:οικον, Πρότυπο:κοινωνιολογία: κάθε ατέλεια πρόβλεψης, ή άγνοια παραμέτρων, εναλλακτικών γεγονότων, (πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών, κ.λπ.)
Συγγενικά
Σύνθετα
Μεταφράσεις
κίνδυνος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
κίνδυνος < ίσως από το κύων
Ουσιαστικό
κίνδυνος αρσενικό
- κίνδυνος, τόλμη, τολμηρή επιχείρηση