προσέχω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη lt
Γραμμή 92: Γραμμή 92:
[[cs:προσέχω]]
[[cs:προσέχω]]
[[en:προσέχω]]
[[en:προσέχω]]
[[lt:προσέχω]]
[[mg:προσέχω]]
[[mg:προσέχω]]

Αναθεώρηση της 15:12, 28 Δεκεμβρίου 2015

Δείτε επίσης: προέχω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προσέχω < αρχαία ελληνική προσέχω

Ρήμα

προσέχω

  1. παρακολουθώ ή σκέπτομαι κάτι ή κάποιον δείχνοντας ενδιαφέρον
  2. είμαι συγκεντρωμένος
  3. καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι
  4. φροντίζω, περιποιούμαι
  5. συμπαθώ
  6. προφυλάσσω, προφυλάσσομαι

Κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

προσέχω < πρός + ἔχω

Ρήμα

προσέχω

  1. έχω παραπάνω
  2. φέρνω κάτι κάπου
  3. (μεταφορικά) μπλέκομαι σε κάτι

Κλίση