tomada: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη es
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη da
Γραμμή 7: Γραμμή 7:


[[chr:tomada]]
[[chr:tomada]]
[[da:tomada]]
[[en:tomada]]
[[en:tomada]]
[[es:tomada]]
[[es:tomada]]

Αναθεώρηση της 17:03, 6 Ιανουαρίου 2016

Πορτογαλικά (pt)

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
tomada tomadas

tomada (pt) θηλυκό

  1. η πρίζα ρεύματος