αμάρτυρος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 6: Γραμμή 6:
==={{επίθετο|el}}===
==={{επίθετο|el}}===
'''{{PAGENAME}}, -η, -ο'''
'''{{PAGENAME}}, -η, -ο'''
*που δεν υπάρχει [[μαρτυρία]] γι’ αυτόν, δεν [[αποδεικνύω|αποδεικνύεται]]
# που δεν υπάρχει [[μαρτυρία]] γι’ αυτόν, δεν [[αποδεικνύω|αποδεικνύεται]]
# {{γλωσσολ}} για όρο ή λέξη που δεν εντοπίζεται σε υπάρχον γραπτό κείμενο, αλλά εικάζεται ότι υπήρξε τουλάχιστον προφορική χρήση της


===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====

Αναθεώρηση της 04:03, 13 Ιανουαρίου 2016

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμάρτυρος η αμάρτυρη το αμάρτυρο
      γενική του αμάρτυρου της αμάρτυρης του αμάρτυρου
    αιτιατική τον αμάρτυρο την αμάρτυρη το αμάρτυρο
     κλητική αμάρτυρε αμάρτυρη αμάρτυρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμάρτυροι οι αμάρτυρες τα αμάρτυρα
      γενική των αμάρτυρων των αμάρτυρων των αμάρτυρων
    αιτιατική τους αμάρτυρους τις αμάρτυρες τα αμάρτυρα
     κλητική αμάρτυροι αμάρτυρες αμάρτυρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αμάρτυρος < αρχαία ελληνική ἀμάρτυρος < ἀ- + μάρτυς ((σημασιολογικό δάνειο) (γερμανικά) unbezeugt)

Επίθετο

αμάρτυρος, -η, -ο

  1. που δεν υπάρχει μαρτυρία γι’ αυτόν, δεν αποδεικνύεται
  2. Πρότυπο:γλωσσολ για όρο ή λέξη που δεν εντοπίζεται σε υπάρχον γραπτό κείμενο, αλλά εικάζεται ότι υπήρξε τουλάχιστον προφορική χρήση της

Συγγενικά

Μεταφράσεις