vaginal: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη ja
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη sk
Γραμμή 39: Γραμμή 39:
[[ro:vaginal]]
[[ro:vaginal]]
[[ru:vaginal]]
[[ru:vaginal]]
[[sk:vaginal]]
[[sv:vaginal]]
[[sv:vaginal]]
[[ta:vaginal]]
[[ta:vaginal]]

Αναθεώρηση της 19:39, 29 Ιανουαρίου 2016

Αγγλικά (en)

Επίθετο

vaginal (en)

  • κολπικός, που αναφέρεται στον γυναικείο κόλπο
vaginal delivery: φυσιολογικός (κολπικός) τοκετός, σε αντίθεση προς την καισαρική τομή



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

vaginal < vagin

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό vaginal vaginals
θηλυκό vaginale vaginales

vaginal (fr)

  1. Πρότυπο:ανατ κολπικός, που αναφέρεται στον γυναικείο κόλπο