αυλή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη tg
Jim Vallianos (συζήτηση | συνεισφορές)
Γραμμή 27: Γραμμή 27:
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|XXX}} -->
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|XXX}} -->
<!-- * {{br}} : {{τ|br|XXX}} -->
<!-- * {{br}} : {{τ|br|XXX}} -->
<!-- * {{fr}} : {{τ|fr|XXX}} -->
* {{fr}} : {{τ|fr|cour}}
<!-- * {{de}} : {{τ|de|XXX}} -->
<!-- * {{de}} : {{τ|de|XXX}} -->
<!-- * {{eo}} : {{τ|eo|XXX}} -->
<!-- * {{eo}} : {{τ|eo|XXX}} -->
Γραμμή 36: Γραμμή 36:
<!-- * {{ga}} : {{τ|ga|XXX}} -->
<!-- * {{ga}} : {{τ|ga|XXX}} -->
<!-- * {{is}} : {{τ|is|XXX}} -->
<!-- * {{is}} : {{τ|is|XXX}} -->
<!-- * {{es}} : {{τ|es|XXX}} -->
* {{es}} : {{τ|es|patio}}
<!-- * {{it}} : {{τ|it|XXX}} -->
* {{it}} : {{τ|it|cortile}}
<!-- * {{ca}} : {{τ|ca|XXX}} -->
<!-- * {{ca}} : {{τ|ca|XXX}} -->
<!-- * {{zh}} : {{τ|zh|XXX}} -->
<!-- * {{zh}} : {{τ|zh|XXX}} -->
Γραμμή 49: Γραμμή 49:
<!-- * {{nl}} : {{τ|nl|XXX}} -->
<!-- * {{nl}} : {{τ|nl|XXX}} -->
<!-- * {{cy}} : {{τ|cy|XXX}} -->
<!-- * {{cy}} : {{τ|cy|XXX}} -->
<!-- * {{hu}} : {{τ|hu|XXX}} -->
* {{hu}} : {{τ|hu|udvar}}
<!-- * {{uk}} : {{τ|uk|XXX}} -->
<!-- * {{uk}} : {{τ|uk|XXX}} -->
<!-- * {{pl}} : {{τ|pl|XXX}} -->
<!-- * {{pl}} : {{τ|pl|XXX}} -->
<!-- * {{pt}} : {{τ|pt|XXX}} -->
* {{pt}} : {{τ|pt|corte}}
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|XXX}} -->
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|XXX}} -->
<!-- * {{roa-rup}} : {{τ|roa-rup|XXX}} -->
<!-- * {{roa-rup}} : {{τ|roa-rup|XXX}} -->

Αναθεώρηση της 13:50, 1 Φεβρουαρίου 2016

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυλή οι αυλές
      γενική της αυλής των αυλών
    αιτιατική την αυλή τις αυλές
     κλητική αυλή αυλές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυλή < αρχαία ελληνική αὐλή

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

αυλή θηλυκό

  1. υπαίθριος περιφραγμένος χώρος που ανήκει σε ένα σπίτι-κτήριο
     συνώνυμα: προαύλιο, περίβολος
  2. το σύνολο των αυλικών, των αξιωματούχων και συμβούλων που πλαισιώνουν έναν ηγεμόνα

Συγγενικά

Μεταφράσεις