δαπάνη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Jim Vallianos (συζήτηση | συνεισφορές)
→‎{{μεταφράσεις}}: προσθήκη ουγγρικής,πορτογαλικής,ιταλικής,γαλλικής και ισπανικής γλώσσας
Γραμμή 31: Γραμμή 31:
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fr}} : {{τ|fr|ΧΧΧ}} -->
* {{fr}} : {{τ|fr|dépense}}
<!-- * {{de}} : {{τ|de|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{de}} : {{τ|de|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ka}} : {{τ|ka|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ka}} : {{τ|ka|ΧΧΧ}} -->
Γραμμή 47: Γραμμή 47:
<!-- * {{ga}} : {{τ|ga|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ga}} : {{τ|ga|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{is}} : {{τ|is|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{is}} : {{τ|is|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{es}} : {{τ|es|ΧΧΧ}} -->
* {{es}} : {{τ|es|gasto}}
<!-- * {{it}} : {{τ|it|ΧΧΧ}} -->
* {{it}} : {{τ|it|spesa}}
<!-- * {{ks}} : {{τ|ks|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ks}} : {{τ|ks|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ca}} : {{τ|ca|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ca}} : {{τ|ca|ΧΧΧ}} -->
Γραμμή 67: Γραμμή 67:
<!-- * {{oc}} : {{τ|oc|XXX}} -->
<!-- * {{oc}} : {{τ|oc|XXX}} -->
<!-- * {{cy}} : {{τ|cy|XXX}} -->
<!-- * {{cy}} : {{τ|cy|XXX}} -->
<!-- * {{hu}} : {{τ|hu|ΧΧΧ}} -->
* {{hu}} : {{τ|hu|költség}}
<!-- * {{uz}} : {{τ|uz|XXX}} -->
<!-- * {{uz}} : {{τ|uz|XXX}} -->
<!-- * {{uk}} : {{τ|uk|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{uk}} : {{τ|uk|ΧΧΧ}} -->
Γραμμή 73: Γραμμή 73:
<!-- * {{fa}} : {{τ|fa|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fa}} : {{τ|fa|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{pl}} : {{τ|pl|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{pl}} : {{τ|pl|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{pt}} : {{τ|pt|ΧΧΧ}} -->
* {{pt}} : {{τ|pt|despesa}}
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ru}} : {{τ|ru|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ru}} : {{τ|ru|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 15:59, 21 Φεβρουαρίου 2016

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δαπάνη οι δαπάνες
      γενική της δαπάνης των δαπανών
    αιτιατική τη δαπάνη τις δαπάνες
     κλητική δαπάνη δαπάνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δαπάνη < αρχαία ελληνική δαπάνη

Ουσιαστικό

δαπάνη θηλυκό

  1. το να δίνει κάποιος ένα χρηματικό ποσό για ένα αγαθό ή υπηρεσία
  2. το χρηματικό ποσό που κάποιος δαπανά
  3. (μεταφορικά) το ξόδεμα (δυνάμεων, πόρων κλπ)

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

δαπάνη < δαπανάω

Ουσιαστικό

δαπάνη θηλυκό

  1. η ενέργεια του δαπανάω, η κατανάλωση χρήσιμων πραγμάτων