δαπάνη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Jim Vallianos (συζήτηση | συνεισφορές)
→‎{{μεταφράσεις}}: προσθήκη ουγγρικής,πορτογαλικής,ιταλικής,γαλλικής και ισπανικής γλώσσας
Antondimak (συζήτηση | συνεισφορές)
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 21: Γραμμή 21:
===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
<!-- * {{en}} : {{τ|en|ΧΧΧ}} -->
* {{en}} : {{τ|en|expense}}
<!-- * {{az}} : {{τ|az|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{az}} : {{τ|az|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 17:48, 21 Μαρτίου 2016

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δαπάνη οι δαπάνες
      γενική της δαπάνης των δαπανών
    αιτιατική τη δαπάνη τις δαπάνες
     κλητική δαπάνη δαπάνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δαπάνη < αρχαία ελληνική δαπάνη

Ουσιαστικό

δαπάνη θηλυκό

  1. το να δίνει κάποιος ένα χρηματικό ποσό για ένα αγαθό ή υπηρεσία
  2. το χρηματικό ποσό που κάποιος δαπανά
  3. (μεταφορικά) το ξόδεμα (δυνάμεων, πόρων κλπ)

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

δαπάνη < δαπανάω

Ουσιαστικό

δαπάνη θηλυκό

  1. η ενέργεια του δαπανάω, η κατανάλωση χρήσιμων πραγμάτων