ψωμί: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη tg
→‎Μεταφράσεις: Προστέθηκε περιεχόμενο.
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 42: Γραμμή 42:
===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
* {{el}} :{{τ|el|’άρτος}}
* {{en}} : {{τ|en|bread}}
* {{en}} : {{τ|en|bread}}
* {{bg}} : {{τ|bg|хляб}}
* {{bg}} : {{τ|bg|хляб}}

Αναθεώρηση της 17:25, 1 Απριλίου 2016

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψωμί τα ψωμιά
      γενική του ψωμιού των ψωμιών
    αιτιατική το ψωμί τα ψωμιά
     κλητική ψωμί ψωμιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψωμί < μεσαιωνική ελληνική ψωμίν < ψωμίον (κομματάκι) < αρχαία ελληνική ψωμός < ψώω (τρίβω)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

ποικιλίες ψωμιού

ψωμί ουδέτερο

  1. είδος φαγητού που φτιάχνεται από αλεύρι, νερό και άλλα υλικά, και ψήνεται σε φούρνο, ο άρτος
    δεν ζει κανείς μόνο με ψωμί και νερό!
  2. το μεροκάματο
    δουλεύει για να βγάλει το ψωμί του.

Συγγενικά

Σύνθετα

Σημειώσεις

  • (λαϊκότροπο): η λέξη ψωμί (και παράγωγά της) χρησιμοποιείται σε γενική έννοια, αντί άρτος, δεν υφίσταται καμία διάταξη ή νόμος που να προσδιορίζει τη λέξη "ψωμί", ούτε πινακίδα καταστήματος με τη λέξη ψωμάδικο, αλλά ούτε και επαγγελματίας του είδους που να δέχεται τον όρο ψωμάς.

Εκφράσεις

  • Ψωμί δεν έχουμε, τυρί ζητάμε

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις