εργαζόμενος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou (συζήτηση | συνεισφορές) fr |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη tg |
||
Γραμμή 60: | Γραμμή 60: | ||
[[en:εργαζόμενος]] |
[[en:εργαζόμενος]] |
||
[[tg:εργαζόμενος]] |
Αναθεώρηση της 14:54, 21 Απριλίου 2016
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εργαζόμενος < μετοχή ενεστώτα του εργάζομαι
Μετοχή
εργαζόμενος, -η, -ο
- που εργάζεται
- (ως ουσιαστικό) αυτός που εργάζεται με σχέση εξαρτημένης εργασίας, ο εργάτης ή ο υπάλληλος
Μεταφράσεις
εργαζόμενος