γάλα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 11: Γραμμή 11:
#: ''παστεριωμένο '''γάλα'''''
#: ''παστεριωμένο '''γάλα'''''


===={{συγγενικά}}====
===={{συνώνυμα|el}}====
* [[βυζόχυμα]]
* [[μασταροζούμι]]
* [[απάρμεγμα]]
===={{συγγενικά|el}}====
* [[γαλακτερός]]
* [[γαλακτερός]]
* [[γαλακτικός]]
* [[γαλακτικός]]

Αναθεώρηση της 21:13, 15 Μαΐου 2016

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'όνομα'

Ετυμολογία

γάλα < αρχαία ελληνική γάλα

Ουσιαστικό

γάλα ουδέτερο, γενική: γάλακτος και γάλατος

  1. θρεπτικό υγρό με υπόλευκο χρώμα και ελαφρώς γλυκιά γεύση, που εκκρίνεται από τους μαστούς των θηλυκών θηλαστικών μετά από την εγκυμοσύνη και με το οποίο τρέφονται τα μικρά τους
    αγελαδινό γάλα
  2. το υγρό που υφίσταται επεξεργασία από γαλακτοβιομηχανίες για κατανάλωση ή για την παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων
    παστεριωμένο γάλα

Συνώνυμα

Συγγενικά

Σύνθετα

και

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

Πρότυπο:grc-κλισ-'κτήμα'

Ετυμολογία

γάλα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *glakt-/*galakt-

Ουσιαστικό

γάλα ουδέτερο

Συγγενικά